Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεν έχει (καλή)

См. также в других словарях:

  • ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] …   Dictionary of Greek

  • κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… …   Dictionary of Greek

  • άμοιρος — η, ο (Α ἄμοιρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει καλή μοίρα, δύσμοιρος, άτυχος, δυστυχής 2. (με γενική) αυτός που δεν μετέχει σε κάτι ή στερείται κάτι αρχ. ο απαλλαγμένος από κάτι κακό «ἄμοιρος ὕβρεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοῖρα. ΠΑΡ. αμοιρέω,… …   Dictionary of Greek

  • αδιάγωγος — ἀδιάγωγος, ον (Α) [διαγωγή] που δεν έχει καλή συμπεριφορά, με τον οποίο δεν μπορεί να ζήσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • αδιοργάνωτος — η, ο (Α ἀδιοργάνωτος, ον) [διοργανῶ] αυτός που δεν διοργανώθηκε ή αυτός που δεν έχει καλή οργάνωση, ο ανοργάνωτος …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… …   Dictionary of Greek

  • αλάνης — ισσα, ικο 1. άνθρωπος που περνά τη μέρα του στους δρόμους, αλήτης 2. αυτός που δεν έχει καλή ανατροφή, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλανοπερίστερο] …   Dictionary of Greek

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»